- αυθαίρετος
- -η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρεταοικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχήαρχ.1. αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος2. αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του3. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη εκλογή ή βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + αιρετός < αιρώ].
Dictionary of Greek. 2013.